21/12/09

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ Η ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΩΣ «ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ»


 - Ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη σε εκδήλωση προς τιμήν του Peter Gowan με θέμα: «Κατανοώντας την οικονομική κρίση, Η συμβολή των μαρξιστικών προσεγγίσεων»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όπως είναι γνωστό η κρίση που ζούμε ξεκίνησε από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα, πολύ σύντομα όμως η κρίση επεκτάθηκε στη σφαίρα της παραγωγής και της απασχόλησης και σε πολλές χώρες παίρνει και τη μορφή της δημοσιονομικής κρίσης. Αυτή η εξέλιξη και η διαρκής μεταμόρφωση της κρίσης, διαδικασία που δεν έχει ολοκληρωθεί, πιστοποιεί πως πρόκειται για μια σύνθετη δομική κρίση του καπιταλισμού, που διαπλέκεται μάλιστα με την οικολογική κρίση.
Η κρίση αυτή αναδεικνύει ποικίλα παλαιά όσο και νέα πεδία και προβλήματα που ζητούν πολιτικές απαντήσεις.
Ένα τέτοιο πεδίο που επιζητά σήμερα μια ανανεωμένη πολιτική παρέμβαση, είναι εκείνο του τραπεζικού και ευρύτερα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Πάντα το τραπεζικό σύστημα διαδραμάτιζε κρίσιμο ρόλο για τη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας. Σήμερα όμως με αφορμή τη χρηματοπιστωτική κρίση, για πρώτη φορά μετά το 1929, αναδείχτηκαν τόσο έντονα οι καταστροφικές δυνάμεις – συχνά και αυτοκαταστροφικές – που περικλείει το σύστημα αυτό, υπό τη σημερινή συγκρότηση και λειτουργία του. Το αίτημα λοιπόν για μια αλλαγή στον τομέα αυτό είναι άμεσο και επιτακτικό.

Από πού πηγάζει η αναγκαιότητα του δημόσιου κοινωφελούς πιστωτικού μοντέλου;
Το έργο του Peter Gowan και ειδικότερα ένα πρόσφατο άρθρο (βλ. New Left Review, 55, Jan-Feb 2009), από τα τελευταία του που μας άφησε, περιέχει γόνιμες σκέψεις.
Κατά τον Gowan οι επιλογές του καπιταλιστικού συστήματος σε σχέση με το τραπεζικό – πιστωτικό σύστημα είναι δύο:
α) Η πρώτη επιλογή είναι ένα δημόσιο κοινωφελές  τραπεζικό πιστωτικό σύστημα προσανατολισμένο στη συσσώρευση κεφαλαίου στην παραγωγική σφαίρα
β) Η δεύτερη είναι ένα τραπεζικό – πιστωτικό σύστημα, που υποτάσσει στη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας του και στην αυτοανάπτυξή του όλες τις άλλες οικονομικές λειτουργίες, ανάγκες ή δραστηριότητες.
Αυτή ακριβώς η δεύτερη επιλογή, που στην πιο αυθεντική της μορφή υπάρχει στις ΗΠΑ, βρίσκεται σήμερα σε κρίση. Αντίθετα η επιλογή για ένα δημόσιο κοινωφελές τραπεζικό σύστημα ανταποκρίνεται σε θεμελιώδεις ανάγκες της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης.
Η αναγκαιότητα ενός τέτοιου συστήματος μπορεί να θεμελιωθεί στους εξής παράγοντες:
•    Πρώτο, το τραπεζικό σύστημα επιτελεί ζωτικής σημασίας δημόσιες λειτουργίες. Άρα, οι λειτουργίες αυτές πρέπει να ασκούνται υπό κοινωνικό έλεγχο και με κοινωνικο – οικονομικά κριτήρια.
•    Δεύτερο, το τραπεζικό – πιστωτικό σύστημα είναι ενδογενώς ασταθές, λόγω της φύσης της πίστωσης. Άρα, η ασφάλεια του συστήματος απαιτεί την καταστολή του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, τη διασφάλιση της μεταξύ τους συνεργασίας και την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού και Δημόσιου συστήματος παροχής εγγυήσεων και ασφάλειας (όπως εγγύηση των καταθέσεων, χρηματοδότηση τελευταίας καταφυγής κλπ).
•    Τρίτο, οι αποφάσεις σε σχέση με την κατανομή των πιστώσεων είναι μακρο- οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής σημασίας, άρα δε μπορούν να λαμβάνονται με κοινά καπιταλιστικά ιδιωτικο – οικονομικά κριτήρια.
Τα πλεονεκτήματα, όμως, ενός κοινωφελούς τραπεζικού – πιστωτικού συστήματος αναγνωρίζονται σήμερα όλο και ευρύτερα, τόσο σε επίπεδο ακαδημαϊκό (Krugman, Boiter κ.ά.) όσο και σε επίπεδο ακόμη και κεντρικών Τραπεζιτών, όπως ο Mervyn King, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας του U.K., ο Y.V Reddy, πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ινδίας κ.ά.
Το επιχείρημα, για παράδειγμα του Mervyn King, είναι εύλογο: «αν», υποστηρίζει, «η απάντησή μας στην κρίση επικεντρώνεται μόνο στα συμπτώματα και όχι στις βαθύτερες αιτίες της κρίσης, τότε θα κληρονομήσουμε στις μελλοντικές γενιές άλλη μια κρίση, ακόμη χειρότερη από αυτή που ζούμε σήμερα». 
Κατά το διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας του Ηνωμένου Βασιλείου, η αποτροπή του κινδύνου αυτού δε μπορεί να εξασφαλιστεί στο πλαίσιο του καθεστώτος της Βασιλείας. Διότι ακόμη και αν θεσπιστούν αυστηροί κανόνες και οι τράπεζες υποχρεωθούν να διατηρούν επαρκή αποθεματικά κεφάλαια για να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους, δεν είναι πρακτικά δυνατό να υπολογιστεί από τα πριν το ύψος των αναγκαίων κεφαλαίων. Ο King προτείνει λοιπόν το διαχωρισμό των τραπεζών σε «κοινωφελείς τράπεζες» ή τράπεζες υπό στενή έννοια που δε θα αναλαμβάνουν μη διαχειρίσιμους κινδύνους και θα τελούν υπό συνθήκες δημόσιου ελέγχου και δημόσιας προστασίας και τις τράπεζες που θα αναλαμβάνουν κινδύνους και θα τους διαχειρίζονται με δική τους ευθύνη. Παρόλο που ούτε η λύση αυτή προφυλάσσει τις κοινωνίες από μελλοντικές κρίσεις, έχει σημασία η αναγνώριση της ανάγκης ένα μέρος τουλάχιστον του τραπεζικού συστήματος να λειτουργεί με όρους «κοινής ωφέλειας», ιδίως όταν η αναγνώριση αυτή γίνεται από έναν κεντρικό τραπεζίτη.  
Γιατί, όμως, αν και το Δημόσιο κοινωφελές τραπεζικό – πιστωτικό     σύστημα είναι σταθεροποιητικό και για τον ίδιο τον καπιταλισμό, δεν     επιλέγεται; Πού οφείλεται η ηγεμονία του κερδοσκοπικού μοντέλου ή του, κατά πολλούς, “Casino Bank Model”, όπως αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο;
Ας δούμε πρώτα σε τι συνίσταται το μοντέλο αυτό.
Πρώτο, λειτουργεί με τη λογική ότι το χρήμα δημιουργεί χρήμα και η απλή κυκλοφορία του μπορεί να είναι πηγή κέρδους (Μ – Μ΄).
Δεύτερο, αυτή η λειτουργική λογική έχει ως αποτέλεσμα την υποταγή όλων των δημόσιου χαρακτήρα λειτουργιών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στο σκοπό της μεγιστοποίησης του κέρδους και της αυτο – επέκτασης του χρηματιστικού κεφαλαίου και της χρηματοπιστωτικής σφαίρας.
Τρίτο, με αυτή τη λειτουργία του το χρηματοπιστωτικό σύστημα απορροφά τον κύριο όγκο των κερδών που παράγονται στην οικονομία, αλλάζει τους όρους κατανομής τους καθώς και τη διαδικασία διαμόρφωσης των ταξικών σχέσεων.
Τέταρτο, το σύστημα αυτό γίνεται πηγή αστάθειας, παράγοντας κρίσης τόσο για το ίδιο όσο και για την οικονομία και την κοινωνία συνολικά.
Πέμπτο, ταυτόχρονα όμως το σύστημα αυτό έχει απεριόριστες δυνατότητες γιγαντισμού και παγκόσμιας επέκτασης, αφού η ανάπτυξή του αποδεσμεύεται από τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.  
O Peter Gowan, φαίνεται να εντοπίζει, όχι αβάσιμα, το μυστικό της ηγεμονίας αυτού του μοντέλου κυρίως σʼ αυτή την τελευταία ιδιότητά του.
•    Η απάντηση, δηλαδή, στο ερώτημα σχετικά με την ηγεμονία αυτού του μοντέλου, μπορεί να δοθεί – υποστηρίζει – στο ευρύτερο πεδίο των κοινωνικο – οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών σχέσεων στις ΗΠΑ μετά το 1970 και την αδυναμία των ΗΠΑ να επιτύχουν μια βιώσιμη ανάκαμψη της βιομηχανίας τους, έτσι ώστε αυτό να λειτουργήσει ως η ατμομηχανή της ανάπτυξης. Από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ80, μετά την κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων ιδεών, συντελείται μια στροφή υπέρ του χρηματοπιστωτικού τομέα και της άμεσης αύξησης του “shareholder value”. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αποκτά μια νέα «κεντρικότητα» στη δομή του αμερικάνικου καπιταλισμού. Γίνεται ο βασικός «μοχλός» κίνησής του στο εσωτερικό, μέσω της τόνωσης της καταναλωτικής ζήτησης με πιστώσεις και παγκοσμίως μέσω της παγκόσμιας επέκτασης των αμερικάνικων τραπεζών και της χρηματοπιστωτικής σφαίρας γενικότερα. Δεν πρόκειται για μια ανάπτυξη που στηρίζεται στις τράπεζες, αλλά για μια ανάπτυξη που καθοδηγείται από τις τράπεζες και οι οποίες απορροφούν τον κύριο όγκο των κερδών.  Η χρηματοπιστωτική επέκταση και κυριαρχία γίνεται έτσι κεντρική εθνική στρατηγική. Δεν πρόκειται, επομένως, μόνο για μια επιλογή μεταξύ τραπεζικών μοντέλων, αλλά για μια γενικότερη στρατηγική επιλογή και μια βαθιά αναδιοργάνωση και ανασυγκρότηση του καπιταλισμού, ακόμη και της ταξικής του βάσης.
•    Ο Peter Gowan μας αποκαλύπτει έτσι την κεντρικότητα της σημασίας των τραπεζών, όχι με όρους στενά οικονομικούς, αλλά με όρους πολιτικής οικονομίας, με όρους εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής, και στο σημείο αυτό θα εντόπιζα την ιδιαίτερη συμβολή του.
Η ανάπτυξη μέσω των τραπεζών και η χρηματοπιστωτική επέκταση, ως ελληνική «εθνική στρατηγική».
Αν και η ανάλυση του Peter Gowan αναφέρεται στην περίπτωση των ΗΠΑ, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε και την περίπτωση της Ελλάδας και τους σημερινούς κινδύνους που φτάνουν μέχρι και τη συζήτηση του ενδεχόμενου χρεοκοπίας.
Όπως είναι γνωστό η Ελλάδα μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο έζησε μια περίοδο ταχείας ανάπτυξης, η δυναμική της οποίας όμως εξαντλήθηκε τη δεκαετία του ʼ70. Αντιμέτωπες τότε με μια βαθιά κρίση οικονομική και κοινωνική οι συντηρητικές κυβερνήσεις της εποχής αναζητούσαν διέξοδο σε μια «όψιμη εκβιομηχάνιση» με τη βοήθεια του κράτους. Όμως εκείνη η προσπάθεια κατηγορήθηκε ως «σοσιαλμανία» από το οικονομικό κατεστημένο. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν ωστόσο από την μετέπειτα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με στόχο τη διεύρυνση και την αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης της χώρας στην κατεύθυνση των τηλεπικοινωνιών, της πληροφορικής, της βιοτεχνολογίας κλπ, χωρίς όμως επιτυχία λόγω της αποσπασματικότητας και της ασυνέπειας των προσπαθειών, αλλά και λόγω των περιορισμών που έθετε η ένταξη στην Ε.Ε.
Μια νέα στρατηγική αρχίζει να κερδίζει έδαφος στις αρχές της δεκαετίας του ʼ90, όχι μόνο λόγω των προηγούμενων αποτυχιών αλλά και γιατί το άνοιγμα των συνόρων εξαιτίας της κατάρρευσης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, και οι προοπτικές εισόδου της Ελλάδας στο κλαμπ του ευρώ, δημιούργησαν ένα νέο πλαίσιο. Αυτό όμως δεν αξιοποιείται για την παραγωγική ανασύνταξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Αντίθετα σε κυρίαρχη εθνική στρατηγική αναγορεύεται η ανάπτυξη και η επέκταση του ελληνικού καπιταλισμού μέσω των τραπεζών. Η νέα αυτή επιλογή, που άλλωστε εναρμονίζεται με την παγκόσμια επικράτηση των νεοφιλελεύθερων ιδεών, κατανοείται και προβάλλεται από την ιθύνουσα τάξη, πολιτική και οικονομική, ως μια εύκολη λύση σε χρόνια προβλήματα.
Η χρηματοπιστωτική ανάπτυξη και η επέκταση στα Βαλκάνια, αναγορεύεται σε εθνική στρατηγική και από ορισμένους μάλιστα ονομάζεται ως η «νέα μεγάλη εθνική ιδέα». Οι τράπεζες αναλαμβάνουν ρόλο ατμομηχανής και συντονιστή αυτής της στρατηγικής. Η στρατηγική αυτή έχει δύο σκέλη:
Το πρώτο σκέλος είναι ώθηση της οικονομικής ανάπτυξης στο εσωτερικό της χώρας μέσω των τραπεζών και του δανεισμού, αξιοποιώντας το χαμηλό ποσοστό έκθεσης των ελληνικών νοικοκυριών στο δανεισμό.
Το δεύτερο σκέλος είναι η «διείσδυση στα Βαλκάνια» και ευρύτερα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και η κατάκτηση θέσεων στις εκεί αγορές.
Το επιχείρημα ήταν ότι με τα κέρδη που θα επαναπατρίζουν οι ελληνικές τράπεζες από τις Βαλκανικές χώρες, καθώς και οι άλλες ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σʼ αυτές, θα καλύπτεται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και θα ισορροπούν τα οικονομικά της χώρας. Όμως, ένα τέτοιο μοντέλο ανάπτυξης καθοδηγούμενο από τις τράπεζες, οδήγησε πράγματι σε μια δεκαετή οικονομική μεγέθυνση με σχετικά υψηλούς ρυθμούς της τάξης του 3% - 4%. Δεν απαντούσε όμως στο πρόβλημα της ανεργίας ούτε σε εκείνο του διογκούμενου δημόσιου χρέους ή της αναβάθμισης του εγχώριου παραγωγικού συστήματος. 
Στην πραγματικότητα εκείνο που έγινε ήταν ότι οι τράπεζες δανείζονταν για να δανείζουν. Έτσι η εκροή τόκων και μερισμάτων εκτίναξαν το έλλειμμα, αφού αυξανόταν πολύ ταχύτερα από τις όποιες εισροές, η εξάρτηση από τα διεθνή κερδοσκοπικά κεφάλαια έγινε καταθλιπτική. Το εσωτερικό παραγωγικό σύστημα αποδιαρθρώθηκε. Η υψηλή ανεργία και η διεύρυνση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, απέκτησε δομικό χαρακτήρα. Οι εργασιακές σχέσεις, σε μεγάλο βαθμό, απορυθμίστηκαν. Η εισφοροδιαφυγή, η φοροδιαφυγή και οι κρατικές επιδοτήσεις έγιναν αναγκαίες προϋποθέσεις για τη διατήρηση στη ζωή ενός χρεοκοπημένου μοντέλου ανάπτυξης που έχει υποκαταστήσει την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών με την ανακύκλωση δανειακού χρήματος και την πλήρη απασχόληση με την ανασφάλιστη και απροστάτευτη, υποβαθμισμένη παραγωγική εργασία.
Ενδεικτικό είναι ότι το μέσο ποσοστό της επίσημης ανεργίας από 2,33% που ήταν τη δεκαετία του ʼ70, διαμορφώθηκε σε 6,7% την περίοδο 1982 -1988 και σε 7,3% την περίοδο 1989 – 1993. Την περίοδο 1994 -2004, που χαρακτηρίστηκε από τη στροφή στη χρηματοπιστωτική κυριαρχία και στη «νέα εθνική στρατηγική», το μέσο ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 10,4%, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό τείνει να ξεπεραστεί. Κατά την ίδια περίοδο 1975 – 2009 το Δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 27% την περίοδο 1975 -1981, σε 103% κατά την τρέχουσα δεκαετία, με προοπτικές να υπερβεί το 135% κατά τα επόμενα έτη. Τέλος, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε μαζική ιδιωτικοποίηση και εκποίηση κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων και δημόσιας περιουσίας, με αποτέλεσμα τη μείωση της καθαρής οικονομικής θέσης της χώρας, όπως τουλάχιστον την υπολογίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ο κίνδυνος επομένως περί χρεοκοπίας δεν προκύπτει μόνο ή τόσο από την αύξηση του δημόσιου χρέους, αλλά από την αδυναμία συνολικότερα του μοντέλου ανάπτυξης και της συγκεκριμένης «εθνικής στρατηγικής» να ανταποκριθούν σε θεμελιώδεις ανάγκες ύπαρξης και αναπαραγωγής της ελληνικής κοινωνίας, μιας στρατηγικής που ονομάστηκε «εθνική», ενώ ήταν βαθύτατα ταξική, όπως υποδηλώνει το υψηλό επίπεδο ανεργίας, φτώχειας και ανισοτήτων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το κεντρικό πρόβλημα που αναδύεται συνεπώς, μέσα από τη σημερινή κρίση είναι η ανάγκη για μια νέα στρατηγική κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης με όρους πλήρους απασχόλησης, κοινωνικής δικαιοσύνης και αειφορίας, που θα υπηρετείται από ένα σύγχρονο, σταθερό και ασφαλές τραπεζο – πιστωτικό σύστημα αντί αυτό να υπηρετεί τις τράπεζες και τα κέρδη τους.  
Μια βασική προϋπόθεση αλλά και διάσταση μιας νέας στρατηγικής είναι μια νέα αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού συστήματος με την υιοθέτηση νέων κριτηρίων χρηματοδότησης και μιας νέας κοινωφελούς γενικότερα λειτουργίας των τραπεζών.
Αιτήματα και άμεσοι στόχοι μιας αριστερής πολιτικής
Όσα προηγήθηκαν μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε πόσο αλληλένδετη είναι η συζήτηση για την αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη λειτουργία του, με το ευρύτερο μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι πια να αλλάξουμε απλώς το τραπεζικό σύστημα, αλλά πώς στη θέση μιας αναπτυξιακής στρατηγικής, που καθοδηγείται και υπηρετεί την κυριαρχία και την επέκταση των τραπεζών, θα μπει μια οικονομία των αναγκών, μια οικονομία δηλαδή που θα λειτουργεί με κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών και πρώτα - πρώτα της ανάγκης για πλήρη απασχόληση, δίκαιη αναδιανομή, κοινωνική αλληλεγγύη, προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος.
Ένα τέτοιο μοντέλο ανάπτυξης προφανώς απαιτεί το δημοκρατικό έλεγχο της κατανομής της αποταμίευσης, της χρηματοδότησης, καθώς και της άσκησης της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, αίτημα που υπερβαίνει τα εθνικά πλαίσια και άπτεται της ευρωπαϊκής διάστασης της πολιτικής.
Παρακάμπτοντας αυτή την πολύ σοβαρή διεθνή διάσταση του θέματος, που απαιτεί ξεχωριστή συζήτηση,  θα αναφερθώ σε ορισμένα πεδία άμεσης δράσης τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
1. Για ένα Δημόσιο κοινωφελές τραπεζικό σύστημα
Το αίτημα για Δημόσιες Τράπεζες κοινής ωφέλειας, δεν ταυτίζεται με το αίτημαà της Αριστεράς για την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, αφού το τελευταίο προϋποθέτει βαθύτερους ποιοτικούς μετασχηματισμούς στην οικονομία , την κοινωνία και την εξουσία. Όμως δεν είναι ασύμβατο προς αυτό.
Στις σημερινές συνθήκες της Ελλάδας ένα άμεσο βήμα προς αυτή τη κατεύθυνση θα ήταν η ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου στην Εθνική Τράπεζα και η διαμόρφωση ενός δημόσιου πυλώνα μέσα στο τραπεζικό σύστημα με αυτήν και άλλες υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες. Επίσης, με τη δημιουργία νέων εξειδικευμένων τραπεζών ειδικού κοινωνικού σκοπού σε τομείς όπως η στέγη, η χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων και των υποδομών. Τέλος, και η ενθάρρυνση των συνεταιριστικών τραπεζών θα μπορούσε να έχει ένα θετικό ρόλο.  
Ωστόσο ο κοινωφελής χαρακτήρας των τραπεζών δε μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με αλλαγή της ιδιοκτησίας τους. Η κρατικοποίηση μιας τράπεζας, υπό συνθήκες καπιταλισμού, δεν την καθιστά αυτόματα υπηρέτη της κοινωνίας. Αντιθέτως έχουμε πολλά παραδείγματα που πιστοποιούν ότι μια κρατική τράπεζα μπορεί να είναι μόνο κατʼ όνομα δημόσια και στην πράξη να υπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα ή να λειτουργεί με κριτήριο τη μεγιστοποίηση του κέρδους για το μέτοχο.
Επομένως, πέραν της αλλαγής της ιδιοκτησίας και πέραν της εποπτείας και του ελέγχου της φερεγγυότητας και της σταθερότητάς τους, οι τράπεζες για να είναι πραγματικά κοινωφελείς και να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, πρέπει να λειτουργούν σʼ ένα θεσμικό πλαίσιο που να διασφαλίζει τη διαφάνεια, τον κοινωνικό τους έλεγχο, την αξιολόγησή τους με βάση τη συνολική οικονομική και κοινωνική τους χρησιμότητα και αποτελεσματικότητα, έτσι ώστε, εκτός των άλλων, να αποκλείονται κομματικές παρεμβάσεις στη λειτουργία τους ή πελατειακές λογικές.
2. Ένα δεύτερο επίπεδο πολιτικών και κοινωνικών παρεμβάσεων, πρέπει να έχει ως στόχο την καταπολέμηση του τραπεζικού αποκλεισμού και την προστασία των συναλλασσόμενων και ειδικά των φτωχών συναλλασσομένων από την κατάχρηση δύναμης από μέρους των τραπεζών.
Το φαινόμενο του τραπεζικού αποκλεισμού δεν είναι στατικό, αλλά αναπαράγεται υπό ποικίλες μορφές και διαστάσεις, περιφερειακές και κοινωνικές, ακόμη και σε χώρες με ανεπτυγμένα τραπεζικά συστήματα. Για παράδειγμα οι αποκλεισμένοι για διάφορους λόγους από το τραπεζικό σύστημα στις ΗΠΑ υπολογίζονται σε 60 εκατομμύρια. Για την καταπολέμηση του τραπεζικού αποκλεισμού είναι αναγκαίες τρεις δέσμες μέτρων και πολιτικών:
α) Πολιτικές που να υποχρεώνουν τις τράπεζες να παρέχουν ένα ελάχιστο επίπεδο τραπεζικών υπηρεσιών, χωρίς προϋποθέσεις ή περιορισμούς που απορρέουν από την κοινωνική θέση, την οικονομική δυνατότητα, την καταγωγή, το φύλο ή το θρήσκευμα.
β) Ριζική αναμόρφωση του «ΤΕΙΡΕΣΙΑ» και επανίδρυσή του ως μια δημόσια αρχή.
γ) Νέες δημόσιες πολιτικές που να περιορίζουν την ανάγκη προσφυγής στον τραπεζικό δανεισμό για βασικές ανάγκες, όπως στέγη, εκπαίδευση, υγεία κλπ.
3) Τρίτο επίπεδο πολιτικής παρέμβασης είναι εκείνο της αξιολόγησης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των τραπεζών. Εννοείται πως εδώ αναφερόμαστε σε μια αξιολόγηση από την πλευρά των εργαζομένων στις τράπεζες και των συνθηκών της εργασίας τους, καθώς και από την πλευρά της κοινωνίας και των αναγκών της. Πρόκειται δηλαδή για μια αξιολόγηση πέραν της εποπτείας και του ελέγχου, που προφανώς είναι επίσης σημαντικός, σε ό,τι αφορά στην οικονομική φερεγγυότητα των τραπεζών και την ασφάλεια του τραπεζικού συστήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου