30/8/10

Επιστολή ΟΤΟΕ προς τον Υπουργό Εργασίας για το αναθεωρημένο μνημόνιο και τις κλαδικές ΣΣΕ

27.8.2010
Σας αποστέλλουμε την επιστολή αυτή, ζητώντας να ορίσετε άμεσα συνάντηση μαζί μας, προκειμένου να σας κάνουμε γνωστές τις απόψεις μας σχετικά με τα σοβαρότατα ζητήματα, που προκύπτουν και αφορούν στο σύνολο των εργαζομένων, με αφορμή την αναφορά στο επικαιροποιημένο κείμενο του μνημονίου της 6-8-2010 και αναφέρονται στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Κύριε Υπουργέ,
            Ενόψει της συνάντησης που σας ζητούμε, θα θέλαμε να θέσουμε σε γνώση σας τις σχετικές μας απόψεις:
Στο πρόσφατο παρελθόν, οι Κλαδικές ΣΣΕ στο χώρο των Τραπεζών και κάθε μορφή συγκροτημένου κοινωνικού διαλόγου, είχαν μπεί στο στόχαστρο ενός «λόμπι» τραπεζιτών, που με την ανοχή της προηγούμενης Κυβέρνησης προσπαθούσε να καταργήσει θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων του κλάδου (βασικό μισθό του Ενιαίου Μισθολογίου, ωράριο εργασίας, άδειες, επιδόματα, θεμελιώδεις κοινωνικές παροχές).
Στόχος τους, να τα «αντικαταστήσουν» με διάσπαρτες  επιχειρησιακές ρυθμίσεις, χωρίς τη βάση ασφαλείας που παρέχουν οι κλαδικές ΣΣΕ, στην προοπτική να επικρατήσουν παντού ο εργοδοτικός μονόλογος και οι ατομικές συμβάσεις, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους.  Να εξαφανίσουν την ΟΤΟΕ -και μετά από αυτήν τα επιχειρησιακά συνδικάτα-, επιβάλλοντας παντού μια ζούγκλα εργασιακών σχέσεων, με  εργαζόμενους απεριόριστων υποχρεώσεων και μηδενικών δικαιωμάτων,  «σάκο του μποξ» στο κυνήγι  των  υπερκερδών και, σήμερα, στο φόρτωμα του κόστους της κρίσης στις πλάτες των εργαζόμενων .
Η υπερίσχυση των επιχειρησιακών ΣΣΕ σε βάρος των κλαδικών είναι παλιά επιδίωξη του ΣΕΒ, που δεν υιοθετήθηκε από τον ν. 1876/90. Σηματοδοτεί μια κεντρική πολιτική επιλογή ισχυρών οικονομικών συμφερόντων της χώρας: «να τελειώνουν» με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, με την εργατική νομοθεσία, με τα συνδικάτα και με τα δικαιώματα των εργαζομένων, που γι’ αυτούς είναι «βαρίδια», όχι αυτονόητη υποχρέωση κάθε κοινωνικά υπεύθυνου εργοδότη!
            Παραβιάζοντας νόμους, Διεθνείς Συμβάσεις και Σύνταγμα, τα συμφέροντα αυτά ισχυρίζονται ότι δήθεν «δεν χρειάζονται κλαδικές ΣΣΕ, αφού υπάρχουν επιχειρησιακές».
            Εάν πάντως η επικράτηση των επιχειρησιακών ΣΣΕ σε βάρος των κλαδικών θεσπιστεί γενικευμένα, για όλους τους κλάδους και τις περιοχές της χώρας σε συνδυασμό με την πρόθεση απόσυρσης της διάταξης, που επιτρέπει στο Υπουργείο Εργασίας να επεκτείνει την εφαρμογή των Κλαδικών Συμβάσεων και σε αυτούς που δεν εκπροσωπούνται στις διαπραγματεύσεις, είναι βέβαιο ότι θα πλήξει τον υγιή ανταγωνισμό στο εσωτερικό κάθε κλάδου, νομιμοποιώντας και ενθαρρύνοντας πρακτικές κοινωνικού dumping.
            Έτσι, θα επαφίεται στην ελεύθερη βούληση του κάθε εργοδότη να ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό σε όλους τους άλλους, καταλύοντας απρόσκοπτα τα ελάχιστα κλαδικά όρια αποδοχών, ωραρίων κ.α. όρων εργασίας, με αποτέλεσμα την αχρήστευση, κατ’ ουσία, της κλαδικής συλλογικής διαπραγμάτευσης.
            Συμπερασματικά, η επιχειρούμενη σήμερα κατάργηση του θεσμού των Συλλογικών Συμβάσεων απαλλάσσει τους εργοδότες ακόμα και από τις ελάχιστες υποχρεώσεις τους. Διαμορφώνει περιβάλλον «ζούγκλας» και οδηγεί:
  • σε κατάλυση της έννοιας και της αξίας της κλαδικής συλλογικής διαπραγμάτευσης ως ενός ελάχιστου αλλά αναγκαίου κοινού παρονομαστή κανόνων και αρχών για τις επιχειρήσεις του στα μισθολογικά και στα λοιπά εργασιακά θέματα. Η αναγκαιότητα αυτή  αναγνωρίζεται από την ελληνική και από τη διεθνή έννομη τάξη, που παραδέχεται τη σημασία και τη δεσμευτικότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων όχι μόνο για λόγους κοινωνικής συνοχής, αλλά και για λόγους διατήρησης στοιχειωδών κανόνων θεμιτού ανταγωνισμού στον κάθε κλάδο.
  • σε γενικευμένες πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού χωρίς όρια και αρχές στα εργασιακά θέματα. Μη υπάρχοντος ενός ελάχιστου κλαδικού «πατώματος» δικαιωμάτων και εγγυήσεων, ο οξυμμένος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών θα εκτονωθεί και επίσημα στη συμπίεση του εργασιακού κόστους και των αντίστοιχων δικαιωμάτων των εργαζομένων, δηλαδή σε αθέμιτες πρακτικές κοινωνικού dumping. Δηλαδή σε πριμοδότηση του πλέον κακόπιστου και αυθαιρετούντος εργοδότη, εκείνου που θα καταφέρει να ελέγξει ή –ακόμα καλύτερα- να διαλύσει το επιχειρησιακό σωματείο του χώρου του (για ποιον κοινωνικό διάλογο, αλήθεια, μιλάμε;), αφού θα εκλείψουν τα ελάχιστα δικαιώματα για ολόκληρο τον κλάδο
  • στην κατάλυση κάθε έννοιας συλλογικότητας και αλληλεγγύης στον κλάδο, αφού οι επιχειρησιακές ρυθμίσεις θα εντείνουν τις διακρίσεις και τις ανισότητες ανάμεσα στους εργαζόμενους, την αδιαφανή  και άνιση μισθολογική μεταχείριση, τον υπέρμετρο κατακερματισμό του προσωπικού
  • στην αδυναμία ελέγχου από την Επιθεώρηση Εργασίας κάποιων ελάχιστων δικαιωμάτων και μισθολογικών ρυθμίσεων στον κλάδο, λόγω της διαφορετικότητας και του διάσπαρτου χαρακτήρα των επιχειρησιακών ρυθμίσεων.

  • σε ευρεία εισφοροδιαφυγή σε βάρος του ΙΚΑ και των ειδικών ταμείων, μέσω της χορήγησης πρόσκαιρων πρόσθετων αμοιβών στο προσωπικό και στα στελέχη, στη θέση και σε βάρος των γενικών αυξήσεων, που ορίζει η κλαδική ΣΣΕ και το ενιαίο κλαδικό μισθολόγιο.

  • σε υποβάθμιση και  της υποθετικά «πριμοδοτούμενης» επιχειρησιακής συλλογικής διαπραγμάτευσης, αφού δεν θα έχει μια αξιόλογη βάση αναφοράς σε κλαδικό επίπεδο (τον βασικό μισθό και τα κοινά κλαδικά επιδόματα, τις άδειες, τις ελάχιστες κοινές παροχές, το ωράριο κλπ). Αντίθετα, θα περιορίζεται στο να ρυθμίζει πληθώρα επιμέρους καταστάσεων και μεμονωμένων επιδομάτων, προσπαθώντας να συνθέσει και να εκφράσει ένα εξαρχής διαιρεμένο σε πολλές ταχύτητες εξέλιξης και διασπασμένο προσωπικό

Κατά τη διάρκεια της συνάντησής μας θα αναπτύξουμε περαιτέρω τα παραπάνω, καθώς και άλλα που αφορούν στην ανάγκη διατήρησης και κατοχύρωσης του θεσμού των Κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου